Γκιόλιασε:

Γέμισε, ξεχείλισε.

Κλείσ’ τη βρύσ’! γκιόλιασε ού τόπους νιρά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!